- άχαρις
- ἄχαρις (-ιτος), -ι (AM) [χάρις]1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος2. δυσάρεστος, ενοχλητικόςαρχ.1. αχάριστος, αγνώμων2. αξιολύπητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄχαρις — without grace masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄχαρις — ἄχαρις , ἄχαρις without grace masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάριτα — ἄχαρις without grace neut nom/voc/acc pl ἄχαρις without grace masc/fem acc sg ἀχάριτος unseemly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχαρι — ἄχαρις without grace masc/fem voc sg ἄχαρις without grace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαρίτων — ἄχαρις without grace masc/fem/neut gen pl ἀχάριτος unseemly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάρι — ἄχαρις without grace dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάριτας — ἄχαρις without grace masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχάριτος — ἄχαρις without grace masc/fem/neut gen sg ἀχάριτος unseemly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχαριν — ἄχαρις without grace masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek